παρεισδύνω

παρεισδύνω
παρεισ-δύνω,
A slip in, penetrate, τὸ ἔλαιον π. Id.Pr.881a7 : metaph., εἰς τὰς γνώμας π. Demad. 3 : [tense] pf. -

δέδῡκα, εἰς τὰς ἄλλας διαλέκτους A.D.Synt.319.24

:—also [suff] παρεις-δύω,

τὰ παρεισδύοντα τῶν διαλέκτων Id.Pron.4.23

.
II [voice] Med. [full] παρεισδύομαι,

ἐς τὸ στόμα Hp.Epid.5.86

, cf. Sor.1.101
, Gal.2.653;

ἀλλοφυλίας . . κατὰ μικρὸν -δυομένης Epicur.Ep. 2p.48U.

;

εἰς τὴν πόλιν Hdn.2.12.1

, etc.; [τὸ ὕδωρ]

παρεισδυόμενον πνίγει Arist.Pr.933a16

; of a leech's bite, penetrate into, Aret.CA 2.6; of customs, Plu. 2.216b, Agis 3, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρεισδύνω — βλ. παρεισδύω …   Dictionary of Greek

  • παρεισδῦναι — παρεισδύνω slip in aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισδύνει — παρεισδύ̱νει , παρεισδύνω slip in aor subj act 3rd sg (epic) παρεισδύ̱νει , παρεισδύνω slip in pres ind mp 2nd sg παρεισδύ̱νει , παρεισδύνω slip in pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισδύνουσιν — παρεισδύ̱νουσιν , παρεισδύνω slip in aor subj act 3rd pl (epic) παρεισδύ̱νουσιν , παρεισδύνω slip in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρεισδύ̱νουσιν , παρεισδύνω slip in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισδύω — ΝΜΑ και παρεισδύνω ΜΑ εισέρχομαι χωρίς να γίνω αντιληπτός ή με επιτηδειότητα και δόλο ή κατά λάθος αρχ. 1. εισδύω και βαθμηδόν εξαπλώνομαι («παρεισέδυ εἰς τὴν πόλιν ἀργύρου καὶ χρυσοῡ ζῆλος», Πλούτ.) 2. εισέρχομαι στο βάθος τών νοημάτων, κατανοώ… …   Dictionary of Greek

  • ՍՊՐԴԵՄ — (եցի.) NBH 2 0740 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c ն. παρεισάγω insinuo, clam introduco. իբր Սպրդեցուցանել. յարամրի ի ներքս մուծանել. *Ոչ ոք անդ մտանէ յարհամարհողացն, թէ եւ աստուստ զինքն սպրդիցէ, սնոտի յուսով խաբեալք. Նար. երգ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • παρεισδύναι — παρεισδύ̱ναῑ , παρεισδύνω slip in aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισδύναντες — παρεισδύ̱ναντες , παρεισδύνω slip in aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισδύνειν — παρεισδύ̱νειν , παρεισδύνω slip in pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισδύνοντες — παρεισδύ̱νοντες , παρεισδύνω slip in pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισδύνοντος — παρεισδύ̱νοντος , παρεισδύνω slip in pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”